Oι καθηγητές Πολυμνία Αθανασιάδη και Michael Frede αποκαλύπτουν τη σημασία του παγανιστικού μονοθεϊσμού στην όψιμη Ελληνική αρχαιότητα
Ο Χριστός ως Ορφέας
Πολλές φορές γύρω στα Χριστούγεννα οι χριστιανοί έχουν την τάση να επαναπροσεγγίζουν τις αρχές της θρησκείας τους. Ένα – ευαίσθητο – θέμα που δεν αγγίζεται είναι αυτό της σχέσης του Χριστιανισμού με τις λεγόμενες πολυθεϊστικές θρησκείες, ζήτημα που ούτε οι άλλες μονοθεϊστικές θρησκείες (Ιουδαϊσμός, Μωαμεθανισμός) προσεγγίζουν συχνά. Με τη σχέση αυτή ασχολείται όμως ένα βιβλίο των εκδόσεων "Clarendon Press” με συγγραφείς την καθηγήτρια Αρχαίας Ελληνικής Ιστορίας του Πανεπιστημίου Αθηνών Πολυμνία Αθανασιάδη και τον καθηγητή Ιστορίας και Φιλοσοφίας του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης Michael Frede. Στο έργο συμμετέχουν με γραπτά τους και άλλοι πανεπιστημιακοί. Το βιβλίο έχει τίτλο “Pagan Monotheism in Late Antiquity” («Ο παγανιστικός μονοθεϊσμός στην όψιμη αρχαιότητα») και τείνει να αμβλύνει την φαινομενικά μεγάλη διαφορά μεταξύ μονοθεϊσμού και πολυθεϊσμού.
Ήδη απ’ την εισαγωγή του έργου, διατυπώνεται η άποψη ότι, ο Χριστιανισμός δεν επικράτησε επειδή ήταν μια μονοθεϊστική θρησκεία, αλλά διαμορφώθηκε ως τέτοια για να συμπορευτεί με το ρεύμα της ελληνιστικής εποχής, κατά την οποία υπήρχε ήδη η τάση για την ανάπτυξη του μονοθεϊσμού, από τους φιλοσόφους και διανοούμενους της εποχής.
Η απομάκρυνση από τον ελληνικό πολυθεϊσμό – όπως π.χ. παρουσιάζεται στα ομηρικά έπη – είχε ήδη ξεκινήσει μερικούς αιώνες πριν με την ανάπτυξη της ελληνικής κλασικής Φιλοσοφίας. Πρώτοι οι προσωκρατικοί είχαν κάνει το πρώτο βήμα, αποπροσωποποιώντας τους πολυάριθμους θεούς των Ελλήνων. Δημιούργησαν έτσι την έννοια του «θείου», το οποίο ο Αναξίμανδρος σχεδόν ταύτισε με το «Άπειρο», στο οποίο απέφυγε να δώσει ανθρωπομορφικά χαρακτηριστικά. Ο Ξενοφάνης ανέπτυξε την ιδέα του «Ενός Θεού» που ξεχωρίζει – σαν επίπεδο – από «τους υπόλοιπους θεούς και τους ανθρώπους» (όπως ο ίδιος έγραψε).Αργότερα, στην εποχή της Κλασικής Φιλοσοφίας, ο Αριστοτέλης μίλησε για έναν μία «Πρωταρχικό Κινούν».
Ακόμα και στην Παλαιά Διαθήκη, ο Ιεχωβάς, παρουσιάζεται στον Μωυσή σαν «ο θεός των πατέρων του και του λέει ότι «δεν υπάρχουν άλλοι θεοί εκτός από Εμένα». Κάποιοι ερευνητές, όπως ο καθηγητής John Dillon, κάνουν διάκριση ανάμεσα σ’ ένα «αυστηρό μονοθεϊσμό» που παρουσιάζεται στον Ιουδαϊσμό και τον Μωαμεθανισμό, ο οποίος δεν επιτρέπει την ύπαρξη άλλων θείων οντοτήτων πέραν του Ενός και Μοναδικού Θεού, εκτός ίσως από κάποιους αγγέλους και ενός πιο “soft” μονοθεϊσμού που έχει προκύψει από μια διανοουμενίστικη εκλέπτυνση της αρχαιοελληνικής παράδοσης. Ο Dillon τοποθετεί τον Χριστιανισμό ανάμεσα στις δύο αυτές τάσεις, υποστηρίζοντας ότι έχει πάρει στοιχεία και από την ζηλοτυπική αποκλειστικότητα του Θεού των Ιουδαίων, αλλά έχει επηρεαστεί και από τον Νεοπλατωνισμό. Ουσιαστικά, ο Χριστιανισμός βρήκε έδαφος ανάπτυξης σε μια εποχή όπου κυριαρχούσαν η πλατωνική μεταφυσική, η Ηθική των Στωικών και η αριστοτέλεια λογική.
Ήδη από τον 4ο αι. π.Χ. ο Πλάτωνας στο έργο του «Τίμαιος» παρουσιάζει έναν Δημιουργό, ο οποίος δίνει μορφή στην αδρανή ύλη μέσων των «νοητικών μορφών» (Αρχετύπων). Αργότερα, τον 3ο αι. π.Χ., ο Πλωτίνοςμιλάει για το «Ένα», μια μη υλική, απρόσωπη δύναμη σαν το Υπέρτατο Ον. Με τον ίδιο όρο («Ένα») είχε αποκαλέσει την υπέρτατη Θεότητα και ο Παρμενίδης τον 6ο αι. π.Χ. Μάλιστα ο Πλωτίνος διέκρινε μια Απόλυτη Θεότητα (σαν την Πρώτη Αρχή) που ήταν απλά «νοητικής φύσης» και μια Δημιουργική διμερή Θεία Διάνοια που γεννάει τις μορφές («αρχέτυπα»). Γι’ αυτό οι συνεχιστές στον Νεοπλατωνισμό μίλησαν για «τρεις διαφορετικές υποστάσεις του Ενός Θεού», μια προσέγγιση που ταιριάζει πολύ με την χριστιανική Αγία Τριάδα (Πατήρ, Υιός και Άγιο Πνεύμα).
Απ’ την άλλη, ο Αριστοτέλης στα «Μεταφυσικά» του – όχι τόσο μεταφυσικός όσο ο δάσκαλός του Πλάτωνας – απορρίπτει την ιδέα των «αρχετύπων» και μιλάει για έναν κυκλικό χρόνο που βρίσκεται σε κίνηση, δίχως αρχή και τέλος, καθώς και για ένα «Πρωταρχικό Κινούν», το οποίο όμως δεν υπόκειται σ’ αυτήν την ατέρμονη πορεία, αλλά είναι η Αιτία της. Αυτός είναι ο «Θεός» του Αριστοτέλη, που παρουσιάζεται σαν μια Αρχή και όχι προσωποποιημένος (αν και τον παρομοιάζει με έναν στρατηγό που κατευθύνει τον στρατό του).
Ο Αριστοτέλης δίδασκε ότι ο άνθρωπος μπορεί να προσεγγίσει το «θείο» με λογικές διαδικασίες, μέσω των ερεθισμάτων που συλλαμβάνει με τις αισθήσεις του. Μάλιστα τόνιζε ότι αυτό θα μπορούσε να επιτευχθεί μέσα από κοινωνική δομή της οποίας οι νόμοι θα ενσωμάτωναν τους «συμπαντικούς» νόμους της κοσμικής τάξης. Την εποχή του Χριστού, η κυρίαρχη πολιτική άποψη ήθελε να επικρατεί το μοντέλο της Ρώμης που τόνιζε την επέκταση μια λογικής τάξης σ’ όλη την έκταση της Αυτοκρατορίας της. Το μοντέλο αυτό είχε γίνει αποδεκτό από τους Χριστιανούς.
Σύμφωνα μάλιστα με τον Κικέρωνα, ο οποίος όριζε την ελευθερία σαν την υποταγή στο φυσικό («θείο») νόμο, το πλήθος των θεών ήταν κάτι το περιττό και γι’ αυτό δεν θα ήταν κακό να επιτρέπονταν η λατρεία όλων των θρησκειών όσο αυτές δεν εμπλέκονταν σε θέματα διοίκησης. Μάλιστα ο Ρωμαίος αυτοκράτορας Αλέξανδρος Σεβήρος, λάτρευε μαζί με άλλους θεούς και τον Χριστό.
Έτσι ο ρωμαϊκός κόσμος ήταν δεκτικός σε μια νέα μονοθεϊστική θρησκεία που βασίζονταν στην ενότητα μεταξύ των ανθρώπων και υπόσχονταν τη σωτηρία πέρα από διαφορές φυλής, προέλευσης, φύλου ή κοινωνικής τάξης. Έτσι ο Χριστιανισμός στήριξε την εξάπλωσή του πάνω στις ιδέες αυτές, εξάπλωση που βοηθήθηκε από την διάδοση της ελληνικής γλώσσας στα παράλια της Μεσογείου. Απ’ τη στιγμή που τα Ευαγγέλια γράφτηκαν στα ελληνικά, μπορούσαν να διαβαστούν απ’ την πλειοψηφία των μορφωμένων ανθρώπων.
Οι «Επιστολές του Παύλου» (γραμμένες το 49 ή το 50 μ.Χ.), τα Ευαγγέλια (το τελευταίο ήταν του Ιωάννη που γράφτηκε μεταξύ 90 και 100 μ.Χ.), οι «Πράξεις των Αποστόλων» και η «Αποκάλυψη» γράφτηκαν όλα στα ελληνικά. Ακόμα και το πρώτο Ευαγγέλιο, αυτό του Ματθαίου, που είχε γραφεί στα αραμαϊκά γύρω στο 40 μ.Χ., μεταφράστηκε στα ελληνικά . Όσο για τον Ιησού, αυτός δεν άφησε κανένα γραπτό κείμενο, ενώ δίδασκε στα αραμαϊκά. Έτσι ο Χριστιανισμός εκφράστηκε μέσα από μια γλώσσα που περιείχε τις έννοιες της οικουμενικότητας, την οποία διέδιδε σαν ιδέα την ίδια εποχή και η Στωική φιλοσοφία.
Επιπλέον, η διάδοση της χριστιανικής ηθικής βρήκε έτοιμο έδαφος διαμορφωμένο από την ηθική των Στωικών. Ο ιδρυτής της Στωικής Φιλοσοφίας, ο Ζήνων (4ος αι. π.Χ.) δίδασκε την αταραξία της ψυχής από πάθη όπως ο φόβος, η απληστία, η λύπη ή η χαρά, ώστε η ψυχή να μπορεί να ατενίσει ανεμπόδιστη τα υψηλότερα πνευματικά ιδανικά. Οι Στωικοί, δήλωναν ότι ακόμα και οι σκλάβοι θα μπορούσαν να φτάσουν στην ευτυχία αν ζούσαν «σύμφωνα με τη φύση». Οι Χριστιανοί έπρεπε απλά να το αλλάξουν σε «σύμφωνα με το θέλημα του Θεού» και είχαν αμέσως έτοιμο ένα μεγάλο ακροατήριο, ήδη διαμορφωμένο μέσα από τις αρχές της στωικής ηθικής. Έτσι χρησιμοποίησαν έννοιες των Στωικών όπως τον ασκητισμό, την ταπεινοφροσύνη, την αρμονία και την αδελφοσύνη.
Οι Χριστιανοί επιδίωξαν επίσης μια ταύτιση με όρους και έννοιες της αρχαίας Ελληνικής φιλοσοφίας. Έτσι στον
πρόλογο των Ευαγγελίων και σύμφωνα με τον Ιωάννη, ο Ιησούς παρουσιάζεται ως ο «Λόγος», όρος που στα ελληνικά μεταφράζεται σαν «αιτία» και «ομιλία». Στα αγγλικά μεταφράστηκε σαν «λέξη». Με τον τρόπο αυτό, οι πλατωνιστές των πρώτων χριστιανικών χρόνων βρήκαν μπροστά τους μια οικεία έννοια που συμφωνούσε με την Δημιουργική Αρχή που παρεμβάλλεται ανάμεσα στον Υπέρτατο Θεό και στην δημιουργημένο κόσμο. Για τους πρώτους χριστιανούς Πατέρες ο «Λόγος» σαν έννοια υπήρχε σε κάθε θρησκεία («Λόγος σπερματικός»), αλλά έβρισκε την τελείωσή της στον Χριστό. Είναι χαρακτηριστικό ότι, σε αρχαίες χριστιανικές εικόνες βλέπουμε τον Χριστό να οδηγεί – λυτρωμένους - τον Πλάτωνα και τον Σωκράτη, μετά την νίκη κατά του Άδη.
Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του Φίλωνα του Αλεξανδρινού (30 π.Χ. – 50 μ.Χ.), μέλους μιας ελληνόφωνης ιουδαϊκής κοινότητας, ο οποίος προσπάθησε να συνδυάσει τον Πλάτωνα με τον Ιουδαϊσμό και τον Στωικισμό. Ο Φίλωνας ταύτισε τη στωική έννοια του «Λόγου» με οντότητες ενδιάμεσες μεταξύ του Θεού και του ανθρώπου όπως τους αγγέλους, τον Μωυσή, τον Αβραάμ, ακόμα και τους υψηλόβαθμους ιερείς των Ιουδαίων. Γι’ αυτόν τα πλατωνικά «αρχέτυπα» ήταν αντανακλάσεις της διάνοιας του Θεού. Ο Φίλων δεν δεχόταν την ενσάρκωση του Λόγου στον Ιησού, ούτε επίσης μια πλήρη ανθρώπινη φύση του Ιησού με τις ανθρώπινες αδυναμίες που αυτή συνεπάγεται.
Παράλληλα, κάποιοι απ’ τους πρώτους ηγέτες του Χριστιανισμού, απέτρεπαν τους οπαδούς του Χριστού από την ανάγνωση παγανιστικών βιβλίων, ώστε να μην έχουν κακές επιρροές. Τη στάση κατέκριναν κάποιοι Πατέρες της Εκκλησίας όπως ο Κλήμης ο Αλεξανδρινός (2ος αι. μ.Χ.) για τον οποίο ο Ιησούς ήταν η ενσάρκωση του Αιώνιου Λόγου, αυτής της θείας Αρχής που – για τον Κλήμη - μπορούσε να εμπνεύσει Ιουδαίους και μη. Γι’ αυτόν η έννοια του Λόγου έπαιξε καθοριστικό ρόλο στη σύνδεση του Χριστιανισμού με την ελληνική φιλοσοφία και σκέψη. Με τον τρόπο αυτό οι Χριστιανοί συνέδεσαν την «αληθινή θρησκεία» τους με κάθε έννοια «φυσικής θρησκείας» που επικρατούσε πριν την εποχή του Χριστού.
Ο Ωριγένης (184 - 254 μ.Χ.) από την Αλεξάνδρεια ήταν ένας απ’ τους δασκάλους στην «Κατηχητική Σχολή της Αλεξάνδρειας» που ο Κλήμης είχε ιδρύσει και μάλιστα τον διαδέχτηκε στη διεύθυνση της Σχολής το 203 μ.Χ. Αν και αναγνωρίστηκε σαν ένας εξέχων δάσκαλος του Χριστιανισμού, δέχτηκε απ’ την άλλη πολλές επιθέσεις από Χριστιανούς με την κατηγορία ότι αλλοίωνε το νόημα των Ευαγγελίων εισάγοντας παγανιστικές διδασκαλίες. Ο Ωριγένης διέδιδε ότι με τις λογικές διεργασίες των Ελλήνων φιλοσόφων μπορούσε κάποιος να προσεγγίσει την αλήθεια των Γραφών, διαδικασία στην οποία ο Θεός είχε βάλει σκόπιμα εμπόδια, πέπλα για να αναγκάσει τον άνθρωπο να χρησιμοποιήσει τη λογική του. Τέλος, η άρνησή του να δεχτεί την σαρκική «ανάσταση εκ νεκρών» του Χριστού, οδήγησε στην μετά θάνατον καταδίκη του από τη Σύνοδο της Κωνσταντινούπολης το 553 μ.Χ. Ίσως τελικά ο Κλήμης να μην χαρακτηρίστηκε άγιος, εξαιτίας της σχέσης του με τον Ωριγένη.
Όμως δεν ήταν όλοι οι πρώτοι Χριστιανοί «ελληνιστές». Για παράδειγμα ο Τερτυλλιανός (160-240 μ.Χ.), ο πρώτος χριστιανός που έγραψε στα λατινικά, αντιμετώπιζε την Ελλάδα σαν εχθρό του Χριστιανισμού, μη βρίσκοντας κάποιο κοινό σημείο στις διδασκαλίες τους.
Η ελληνική επιρροή στον Χριστιανισμό ήταν καταλυτική, τόσο στο δόγμα και την ηθική του, όσο και στα τελετουργικά τυπικά - για τα οποία δανείστηκε πολλά στοιχεία από την ελληνιστική μυστηριακή θρησκεία. – τα έθιμα (π.χ. το καρναβάλι), την αρχιτεκτονική, την εκκλησιαστική τέχνη, τον συμβολισμό και την εικονογραφία. Το γεγονός αυτό όμως δεν απέτρεψε, ούτε μείωσε τους διωγμούς κατά των Χριστιανών που εξαπέλυσαν οι Ρωμαίοι, επειδή οι Χριστιανοί δεν δέχονταν τη θεία φύση του Αυτοκράτορα και αρνούνταν να αποδώσουν τις καθορισμένες από το νόμο θυσίες. Πολλοί μαρτύρησαν πιστεύοντας στην μετά θάνατον δικαίωση που τους υπόσχονταν οι ιερείς τους.
Αναμένοντας την επερχόμενη «Βασιλεία του Θεού», οι πρώτοι Χριστιανοί απέφευγαν το κρέας (σαν ειδωλολατρική προσφορά), το θέατρο (λόγω της σχέσης του με την παγανιστική μυθολογία), την παγανιστική τέχνη και φιλολογία, την υπηρεσία στο στρατό (που ήταν συνδεδεμένη με τη λατρεία στον Αυτοκράτορα), τις αθλητικές εκδηλώσεις (σαν παγανιστική συνήθεια), την όλη σεξουαλική παιδεία των παγανιστών (όπως τη σεξουαλική εκμετάλλευση των γυναικών σκλάβων στη Ρώμη), τον ιππόδρομο με τα πορνογραφικά θεάματά του και τις μονομαχίες, τους λάγνους χορούς, τη χρήση ναρκωτικών, την πολυγαμία, το διαζύγιο, τη λαιμαργία, την ακολασία, την πολυτέλεια στο ντύσιμο και κάθε είδους υπερβολή του ρωμαϊκού τρόπου ζωής.
Όταν τελικά έπαψαν οι διωγμοί με το διάταγμα του Μιλάνου το 313 μ.Χ. που συντάχθηκε από τον Λικίνιο και τωνΚωνσταντίνο, η Εκκλησία απέρριψε τους πρωταρχικούς ισχυρούς δεσμούς της με τη φιλοσοφία, γεγονός που την έκανε τρωτή στην εμφάνιση αιρέσεων και σχισμάτων.
Πηγή: ATHENS NEWS , 27/12/2002 του MARK DRAGOUMIS
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου